ιησουίτης

ιησουίτης
ο , ιησουίτισσα η прям. , перен. иезуит, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ιησουίτης" в других словарях:

  • ιησουίτης — και γεζουίτης, ο θηλ. ιησουίτισσα 1. μοναχός τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ο οποίος ανήκε στο θρησκευτικό τάγμα τού Ιησού (Societas Jesu) 2. καζουιστής, αυτός που ερμηνεύει καθετί όχι με βάση σταθερούς ηθικούς κανόνες αλλά κατά περίπτωση 3.… …   Dictionary of Greek

  • ιησουίτης — ο θηλ. ιησουίτισσα 1. καθολικός μοναχός του τάγματος του Ιησού, που ιδρύθηκε το 1534 από τον Ιγνάτιο ντε Λογιόλα. 2. μτφ., υποκριτής, αυτός που υποκρίνεται τον ευσεβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • αγιολογία — Ο ιστορικός κλάδος της θεολογικής επιστήμης που ασχολείται με τους βίους των αγίων. Πρώτη απόπειρα αγιολογικής συγγραφής αποτελούν οι Πράξεις των Αποστόλων, που τις ακολούθησαν, εξαιτίας των διωγμών, οι συλλογές βίων μαρτύρων, όπως π.χ. οι… …   Dictionary of Greek

  • δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • ιησουιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ιησουίτες 2. υποκριτικός. επίρρ... ιησουιτικώς και ά 1. κατά τον τρόπο τών ιησουιτών 2. υποκριτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jesuitic < jesuit (βλ. ιησουίτης). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ιησουιτισμός — ο 1. η διδασκαλία και γενικά το πνεύμα τών ιησουιτών 2. υποκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jesuitism < jesuit (βλ. ιησουίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδαμάντιο Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • Αβαντσίνι, Νικόλα — (Nicola Avancini ή Αvancinus, 1610 – 1686).Ιταλός ιησουίτης συγγραφέας. Επιβλήθηκε ως θεατρικός συγγραφέας με το έργο του Pietras victris.Έγραψε συνολικά 27 θεατρικά έργα (μυστήρια) που κυκλοφόρησαν με τον γενικό τίτλο Poesia Dramatica (1655 85) …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Φραγκίσκος Ξαβιέ — (Xaverius, 1506 – 1552). Ιησουίτης ιεραπόστολος με την επωνυμία Απόστολος των Ινδιών. Γεννήθηκε στη βασκική επαρχία της Ναβάρα, και φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου και προσηλυτίστηκε από τον ιδρυτή του τάγματος των Ιησουιτών Ιγνάτιο… …   Dictionary of Greek

  • Ακούνια, Κριστόμπαλ ντε- — (Cristόbal de Acua, 1597 1675). Ισπανός ιησουίτης ιεραπόστολος και εξερευνητής. Συνόδευσε τον Πέτρο Τεχιέρα στην εξερεύνηση του Αμαζονίου για διάφορες επιστημονικές μελέτες και το 1641 δημοσίευσε περιγραφή αυτού του ταξιδιού, που μεταφράστηκε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»